- μεγαλοπρεπής
- ης, ες, μεγαλόπρεπος, η , ο великолепный, роскошный, пышный; величественный; величавый (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαλοπρεπής — befitting a great man masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπής — ές και μεγαλόπρεπος, η, ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, ές) 1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ ἀληθείας», Πλάτ.) 2. (για ύφος) υψηλός 3. το… … Dictionary of Greek
μεγαλοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και μεγαλόπρεπος, η, ο αυτός που έχει πολυτελή και επιβλητική εμφάνιση: Οι βασιλιάδες φορούσαν μεγαλοπρεπείς ενδυμασίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… … Dictionary of Greek
χαλκή — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… … Dictionary of Greek
μεγαλοπρεπῆ — μεγαλοπρεπής befitting a great man neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπέστερον — μεγαλοπρεπής befitting a great man adverbial comp μεγαλοπρεπής befitting a great man masc acc comp sg μεγαλοπρεπής befitting a great man neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκη — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… … Dictionary of Greek
μεγαλοπρεπεστάτων — μεγαλοπρεπής befitting a great man fem gen superl pl μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπεστέραις — μεγαλοπρεπής befitting a great man fem dat comp pl μεγαλοπρεπεστέρᾱͅς , μεγαλοπρεπής befitting a great man fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπεστέρων — μεγαλοπρεπής befitting a great man fem gen comp pl μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)